- ἔνδαιδες
- ἔνδαιςwith lighted torchmasc/fem nom/voc plἔνδαιςwith lighted torchmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ένδαις — ἔνδαις ( αιδος) και ἔνδᾳς ( ᾳδος), ο, η (Α) αυτός που γίνεται με αναμμένες λαμπάδες, με δάδες («σπονδαὶ δ ἐς τὸ πᾱν ἔνδαιδες οἴκων», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek